«Πόσο καλή επικοινωνία έχουμε με τα παιδιά μας;»

Όλοι όσοι είμαστε γονείς στην παραπάνω ερώτηση συνήθως απαντάμε αυθόρμητα πως η επικοινωνία με τα παιδιά μας είναι ουσιαστική και πολύ ικανοποιητική, καθώς αφιερώνουμε χρόνο σε αυτήν και κάνουμε συχνά πολλές συζητήσεις. Πράγματι όμως συμβαίνει αυτό; Καταλαβαίνουμε με ενσυναίσθηση τους προβληματισμούς των παιδιών μας; Aυτά, με τη σειρά τους, τι εισπράττουν από εμάς; Μήπως, συχνά, μόνο κρίνουμε και ηθικολογούμε ή κακοχαρακτηρίζουμε και, εν κατακλείδι, ματαιώνουμε τα παιδιά μας;

Ας αναλύσουμε, λοιπόν, τα οφέλη της καλής επικοινωνίας γονέων και παιδιών. Μέσα από αυτήν:

  • Τα παιδιά αναπτύσσονται ψυχικά, αισθάνονται ότι γίνονται σεβαστά και χτίζουν έτσι βαθμιαία την αυτοεκτίμησή τους
  • Εκφράζονται λεκτικά και, επομένως, μπορούν να διαχειρίζονται καλύτερα το συναίσθημά τους
  • Ενισχύεται το “δέσιμό τους” με τους γονείς (με τη χρήση ερωτήσεων ανοιχτού τύπου όπως «Τι, πώς, γιατί;» ή «Θα ήθελες να μου πεις…;» το παιδί παρακινείται να εκφράζεται και να αναλύει αυτό που του συμβαίνει)
  • Ενθαρρύνονται να μην φοβούνται τα αρνητικά συναισθήματα, αφού προάγεται η αποδοχή τους από το γονέα

  • Βοηθούνται στην εξεύρεση λύσεων στα προβλήματά τους και στον έλεγχο των καταστάσεων που τα ταλαιπωρούν
  • Παύουν να χρειάζονται τη συνεχή καθοδήγηση των γονέων και οδηγούνται, μέσα από αυτή τη διαδικασία, στην αυτονόμησή τους

Σε όλα τα παραπάνω βοηθά απεριόριστα η λεγόμενη «ενεργητική ακρόαση» από την πλευρά των γονέων. Για να περάσει ο γονιός στην ενεργητική ακρόαση πρέπει να πάνω απ΄ όλα να είναι καλός ακροατής. Πρέπει να «παρέχει βήμα» στο παιδί να εκθέτει τα συναισθήματα και τις σκέψεις του αβίαστα και να του διαθέτει την αμέριστη προσοχή και τον απόλυτο σεβασμό του. Ειδάλλως, το παιδί θα θεωρήσει ότι ο γονέας αδιαφορεί με αποτέλεσμα το παιδί να αισθάνεται απαξιωμένο.

Ο γονέας που δεν έχει μεγαλώσει ο ίδιος σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που να είχε υιοθετηθεί η «ενεργητική ακρόαση» μπορεί να αισθάνεται αμήχανα και μια δυσκολία στο να οικειοποιηθεί αυτή τη μέθοδο επικοινωνίας με το παιδί του. Είναι σίγουρο όμως ότι, όταν ξεκινήσει να την χρησιμοποιεί, βαθμιαία και βλέποντας τα ευεργετικά αποτελέσματα στη σχέση με το παιδί του, θα αρχίσει να τη νιώθει όλο και πιο φυσική και θα του βγαίνει αυθόρμητα. Χρειάζεται όμως θέληση και να αφιερώσει χρόνο.

Στα πλαίσια της ενεργητικής ακρόασης, αρχικά, αναγνωρίζεται το συναίσθημα του παιδιού. Εδώ το ρήμα «καταλαβαίνω» έχει τον πρώτο ρόλο: φράσεις όπως «καταλαβαίνω ότι νιώθεις αδικημένος/θυμωμένος/στενοχωρημένος/πιεσμένος κ.ά.» ή παρόμοιες δείχνουν κατανόηση και ενσυναίσθηση (empathy). Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, το παιδί νιώθει ελεύθερο να εκφραστεί χωρίς να φοβάται την απόρριψη, γιατί αισθάνεται αποδοχή και αντιλαμβάνεται τη διάθεση του γονέα να το βοηθήσει στη λύση των προβλημάτων του.

Επιπλέον, η σχέση γονέα-παιδιού γίνεται πιο τρυφερή και πιο συναισθηματική. Τοποθετώντας ο γονιός τον εαυτό του στη θέση του παιδιού και δείχνοντας ενδιαφέρον και εκτίμηση προς αυτό, ενισχύει την οικειότητα μαζί του, κεντρίζει το ενδιαφέρον του και το κάνει πιο πρόθυμο να εκθέσει τις απόψεις του.

Η αποδοχή είναι η καρδιά και η ψυχή της ενεργητικής ακρόασης. Για μια φορά, γονείς, πείτε στον εαυτό σας – και πιστέψτε το!- ότι δεν χρειάζεται να εναντιωθείτε, να κρίνετε, να βρείτε εσείς τις λύσεις στο πρόβλημα των παιδιών σας. Δεχτείτε ότι ήρθε η στιγμή να αφήσετε τα παιδιά σας να μιλούν χωρίς να τα διακόπτετε, να τα μαλώνετε ή να τα κρίνετε.

Το μόνο που χρειάζεται είναι απλά να ακούτε αυτά που έχουν να σας πουν…